Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Ιστορίες από τον μυστικό Όλυμπο

  • από

Η ώρα ήταν εννέα παρά δέκα και σε υψόμετρο 1100 μέτρων είχαν μαζευτεί ορειβάτες, περιηγητές και παρέες φοιτητών που ήταν έτοιμοι για την ανάβαση στο μυθικό βουνό των Θεών, τον Όλυμπο.

         Η κυρία Πράσινη, η κυρία Κόκκινη, η κυρία Μωβ και η κυρία Μπλε είχαν φτάσει στο σημείο εκκίνησης με τα σακίδιά τους, τους υπνόσακους και τη σκηνή τους, πράγματα που ζύγιζαν γύρω στα 45 κιλά τουλάχιστον. Το σχέδιό τους είχε ως εξής: θα φτάνανε στη θέση Πριόνια όπου θα συναντούσαν τον κύριο Τάκη για να φορτώσουν κάποια από τα πράγματά τους σε ένα από τα μουλάρια που θα ανέβαιναν πάνω στο καταφύγιο του Γιώσου Αποστολίδη, για ανεφοδιασμό του καταφυγίου, ώστε να ξεκινήσουν την ανάβαση με το λιγότερο δυνατό φορτίο. Υπολόγισαν ότι θα τους έπαιρνε περίπου έξι ώρες μέχρι τον προορισμό τους, ακολουθώντας ένα σταθερό χαλαρό ρυθμό, το καταφύγιο του Κάκκαλου, όπου θα έστηναν τη σκηνή τους.

Για την κυρία Μπλε και την κυρία Μωβ ήταν η πρώτη τους φορά που θα ανέβαιναν τόσο ψηλά, σε υψόμετρο 2918 μέτρα και είχαν ενημερωθεί πως δεν επρόκειτο για έναν απλό περίπατο στη φύση.  Είχαν φτάσει όμως στην ώρα τους;

«Δε το πιστεύω! Τα μουλάρια έφυγαν πριν μισή ώρα. Θα πρέπει να ανέβουμε με όλο αυτό το βάρος…», αναφώνησε η κυρία Μωβ με φανερή την απογοήτευση.

         Η κυρία Μπλε, λειτουργώντας άμεσα και χωρίς να αφήσει την ομάδα να πέσει ψυχολογικά, άνοιξε το σάκο της σκηνής.

 «Ας μη χάνουμε χρόνο! Θα μοιράσουμε τα κομμάτια της σκηνής, που είναι και το πιο βαρύ φορτίο (γύρω στα εννέα κιλά!), σε όλα τα σακίδια ώστε να μοιράσουμε το βάρος και ξεκινάμε. Θα τα καταφέρουμε κορίτσια!»

«Κόκκινηηη, άσε τα τυροπιτάκια! Πρέπει να ξεκινήσουμε, ίσως αν πάμε με ένα πιο γρήγορο ρυθμό να προλάβουμε και τα μουλάρια στο πρώτο καταφύγιο, ¨Αγαπητός¨!» , είπε η Πράσινη και φόρεσε το σάκο της που κάλυπτε σχεδόν τα 2/3 του ύψους της!

         Και κάπως έτσι ξεκίνησε η ομάδα των τεσσάρων κοριτσιών να ανεβαίνει το μυθικό βουνό! Το τι τους περίμενε στη συνέχεια της περιπέτειάς τους, δε μπορούσαν να το φανταστούν…

 Το μονοπάτι της σιωπής

Η πρώτη μισή ώρα πάντα είναι η πιο δύσκολη. Το σώμα θέλει το χρόνο του να προσαρμοστεί στις συνθήκες βουνού. Η καρδιά χτυπά πιο γρήγορα, ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος και οι ανάσες γίνονται πιο κοφτές. Το μεγαλύτερο λάθος είναι να σταματήσεις για διάλειμμα την πρώτη αυτή μισή ώρα καθώς δεν αφήνεις το σώμα να ολοκληρώσει την προετοιμασία του. Ειδικά όταν πρόκειται για ανηφορικό μονοπάτι με τόσο απότομη κλίση. Αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί, συνέβη.

«Δεν αντέχω άλλο, γυρίζω πίσω! Η καρδιά μου πάει να σπάσει και είμαστε ακόμα στην αρχή. Δε θα τα καταφέρω.. γυρίζω πίσω.», φώναξε η κυρία Μωβ.

«Μωβ, ξέρω πως μπορείς να τα καταφέρεις. Είσαι αθλήτρια, δε θα τα παρατήσεις τόσο εύκολα.», αποκρίθηκε η κυρία Πράσινη.

«Όχι, δε μπορώ! Μου είναι αδύνατο. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά.. Και ακόμα, θα σας καθυστερήσω πολύ με τις στάσεις μου. Κι αυτό το σακίδιο είναι μεγάλη πίκρα και…», είπε η Μωβ.

         Η κυρία Κόκκινη ακούγοντας το παραλήρημα της κυρίας Μωβ: «Μπορώ εγώ και δε μπορείς εσύ; Τουλάχιστον εσύ είσαι και αθλήτρια, γυμνάζεσαι και είσαι σε καλή φόρμα. Λοιπόν, χωρίς πολλά λόγια, αφήνεις εδώ τις χαζές σου σκέψεις και ξεκινάμε για πάνω. Το σακίδιο με τα πανιά της σκηνής θα το κουβαλάμε εναλλάξ εμείς, για όσο αντέχει η καθεμιά μας. Και μόνο αυτό σου λέω.. αν δεν ανέβεις και φύγεις τώρα, θα το μετανιώσεις γιατί θα χάσεις τέτοια εμπειρία. Όταν θα ξυπνήσεις και θα δεις την ανατολή του ηλίου το πρωί από εκεί ψηλά, θα το καταλάβεις! Πάμε τώρα; Α! Και μπαίνουμε στο μονοπάτι της σιωπής γι’ αυτό μη σπαταλάτε τις ανάσες σας.»

         Ξεκινήσανε ήσυχα και πάλι το μονοπάτι, χωρίς να μιλάνε, για να ανταπεξέλθουν στο απαιτητικό ανηφορικό μονοπάτι. Η κυρία Πράσινη κουβαλούσε το σακίδιό της στην πλάτη και το σακίδιο της σκηνής στο στήθος της. Τα κορίτσια την πειράζανε λέγοντάς της πως μοιάζει με σάντουιτς. Εκείνη δεν έδειξε να πτοήθηκε από τα πειράγματα, είχε πάρει απόφαση να επιταχύνει το βήμα της με σκοπό να προλάβει τον μουλαρά. Έτσι κι έγινε, μιας και αθλήτρια στίβου από μικρή, είχε διδαχθεί να αντέχει στις αντιξοότητες της ζωής και να παλεύει στο στίβο που λέγεται ζωή. Προσπερνούσε τους άλλους αναβάτες. Ο στόχος ήταν μεγίστης σημασίας. Θα φορτώνανε κάποια πράγματα σε ένα μουλάρι και θα συνέχιζαν ακόμα τρεις με τέσσερις ώρες ανάβαση για τον τελικό προορισμό τους, πιο ανάλαφρες και πιο ξεκούραστες.

Αναζητώντας τα μουλάρια

         Ξαφνικά, ακούγεται ένα κουδούνι! Η κυρία Πράσινη κοντοστάθηκε και κοίταξε την κυρία Κόκκινη με νόημα σα να της έλεγε «..είναι αυτό που νομίζω; Είναι μουλάρι; Το προφτάσαμε;». Η χαρά της δεν κράτησε παρά μονάχα ένα λεπτό μέχρι να ξεπροβάλλει μέσα από τους θάμνους ένα τσοπανόσκυλο τόσο μεγάλο και μαλλιαρό, σαν αρκουδίτσα. Ευθύς, ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια! 

         Η κυρία Κόκκινη ακολουθούσε την κυρία Πράσινη κουβαλώντας μια η μια και μια η άλλη τη σκηνή, αλλάζοντας ανά μισάωρο. Υπήρχε μια ηρεμία και μια ησυχία απόκοσμη, το τοπίο ήταν καταπράσινο, το μονοπάτι ήταν ορατό, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του.

Όσο ανέβαιναν ο κόσμος κάτω τους φαινόταν τόσο μικρός, οι πόλεις χωρούσαν μέσα στην μια παλάμη τους και τα χωράφια σα μικρά χρωματιστά κουτάκια σα να βγήκαν από πίνακα του Paul Klee. Τα μικρά καθημερινά προβλήματα δε, φαινόντουσαν άνευ σημασίας και από σεβασμό στο τοπίο και την ιερότητά του, έμειναν στη σιωπή.

Κάποια στιγμή ακούστηκαν πολλά κουδούνια και η χαρά ήταν απερίγραπτη στα πρόσωπα των δυο κοριτσιών αν και κάπως δύσπιστες μέχρι να τα δουν με τα ίδια τους τα μάτια. Σε λίγο ξεπρόβαλλαν τα μουλάρια να κατεβαίνουν το μονοπάτι, μαζί με μια ορχήστρα από τα πολλά κουδούνια που κρεμόντουσαν  από το λαιμό τους, να σπάζουν τη σιωπή. Τι χαρά! Πλησίασαν τον μουλαρά..

         «Καλημέρα! Έχει στο καταφύγιο μουλάρια που ανεβαίνουν στο Οροπέδιο των Μουσών, στον Αποστολίδη..;» ρώτησε η κυρία Πράσινη.

         «Όχι, κορίτσι μου, τα μλάρια δεν ανεβαίνουν από αυτού του μονοπάτ για το Οροπέδιο, ανεβαίνουν από του μονοπάτ τση Γκορτζιάς. Δε μπορούν, είναι απότομ! Να μόνο μέχρι αυτό το καταφύγ που θα βρείτε πάν και  τραβάν πίσω στα Πριόνια πάλι. Καλή ανάβαση και προσουχή!», είπε κι έφυγε βιαστικά ο μουλαράς να προλάβει τα μουλάρια στην κατηφόρα.

         Η κυρία Κόκκινη και η κυρία Πράσινη κάθισαν κάτω, αφήσανε στην άκρη τα σακίδιά τους και ήπιαν λίγο νερό. Η απογοήτευση στο πρόσωπό τους δε μπορούσε να κρυφτεί. Δε γινόταν όμως να χαλάσει η διάθεσή τους από το γεγονός αυτό. Χώνεψαν ότι θα ανέβουν μέχρι την κορυφή σα τα μουλάρια και αφού έφαγαν από μια μπάρα με φυστικοβούτυρο και καραμέλα, πήραν δύναμη για να συνεχίσουν. Αυτή τη φορά δεν είχαν λόγο να βιάζονται και απόλαυσαν τη διαδρομή μέσα στο δάσος.

         Χρειαζόντουσαν ξεκούραση μιας και η τρέλα τους να προλάβουν τα μουλάρια δε τις είχαν αφήσει να σταματήσουν για ένα αξιοπρεπές διάλειμμα και είχαν περάσει κιόλας δυόμιση ώρες ανάβασης.

         Εντωμεταξύ, η κυρία Μπλε και η κυρία Μωβ ακολουθούσαν το μονοπάτι απολαμβάνοντας τη μαγευτική φύση. Η Μπλε είχε μαζί της ένα ραδιοφωνάκι που τις συνόδευε με μουσικές του κόσμου, ενώ η Μωβ είχε μαγευτεί από την τόση ομορφιά που έβγαζε φωτογραφίες και βίντεο σε όλη τη διαδρομή. Η φωτογραφία είναι το πάθος της και η φωτογραφική μηχανή πλέον κομμάτι του χεριού της.

Αγναντεύοντας τα Καλάγια

         «Να! Φτάσαμε επιτέλους στο καταφύγιο!», αναφώνησε η κυρία Πράσινη και άρχισε να χοροπηδάει από χαρά και ανακούφιση.

«Τι καλά! Πεθαίνω για ένα καφεδάκι!», είπε, η κυρία Κόκκινη και σωριάστηκε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της. Σε λίγο, ξεπρόβαλλε η Πράσινη με ένα δίσκο στα χέρια, δύο καφέδες και δύο μπανάνες. Απολάμβαναν τον καφέ τους περιμένοντας τις δυο τους φίλες να φτάσουν στο καταφύγιο ενώ δίνανε πληροφορίες για το μονοπάτι που θα ακολουθούσε σε κάποιους περιηγητές.

Το καταφύγιο ήταν γεμάτο κόσμο, ομάδες φοιτητών, έμπειρους ορειβάτες, οικογένειες με τα παιδιά τους και οργανωμένα γκρουπάκια. Άλλοι παίρνανε το πρωινό τους, άλλοι ετοιμαζόντουσαν για την κορυφή, άλλοι στήνανε τις σκηνές τους αλλά το κλίμα ήταν τόσο φιλόξενο και φιλικό που ένιωθες ότι όλοι είναι μια παρέα.

Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι που επέλεξαν να κουβαλήσουν τα προβλήματά τους και τις έγνοιες τους μέχρι πάνω πράγμα που φαντάζομαι δε τους άφησε να απολαύσουν και να νιώσουν τη μαγεία του βουνού αλλά και αυτοί που καυχιόντουσαν συνεχώς πως έχουν κατακτήσει ήδη το βουνό και την κορυφή του, πράγμα που ακούγονταν στ αυατιά μου τόσο γελοίο και επαρσικό. Ίσως η σκέψη ότι το βουνό σου επιτρέπει να το ανέβεις ή όχι κατευνάζει τέτοιες εγωιστικές σκέψεις. Και πιστέψτε με, έχω δει με τα μάτια μου το βουνό να διώχνει περιηγητές με τον τρόπο του. Μικρούς ανθρώπους. Μικρούς, όπως το έχει περιγράψει πολύ καλά ο Βίλχελμ Ράιχ, γιατί ο μικρός άνθρωπος μένει μικρός όταν απλά νομίζει ότι είναι μεγάλος ενώ ο μεγάλος άνθρωπος υπήρξε κάποτε μικρός αλλά όταν κατάλαβε που, σε τι και γιατί ήταν μικρός, έγινε μεγάλος.

Μοιραζόμασταν όλοι την κούρασή μας αλλά και τον ενθουσιασμό μας για τη φύση και η αλήθεια είναι ότι ένιωθες την επιβλητική ενέργεια του βουνού να σε περιβάλλει.

         Η θέα από τον Αγαπητό σου κόβει την ανάσα. Πρόκειται για ένα φυσικό μπαλκόνι σε υψόμετρο 2100 μέτρα. Σε αυτό φτάνει κανείς ακολουθώντας το μονοπάτι Ε4 από τα Πριόνια μετά το γεφυράκι.

Η κυρία Πράσινη πρόσεξε απέναντι από το καταφύγιο τους βράχους όπου δεσπόζουν τα Καλάια ή Καλάγια, πρόκειται για μια βραχογραφία όπου μπορεί να δει κανείς μια πύλη σκαλισμένη πάνω στους βράχους ενώ αριστερά και δεξιά της βρίσκονται δύο μορφές λιονταριών να στέκουν σαν άγρυπνοι φύλακες που θυμίζουν τα λιοντάρια της Δήλου αλλά σε πραγματικά τιτάνιο μέγεθος. Είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακό το πώς προέκυψε αυτό το θέαμα στα 2500 μέτρα που μοιάζει να το σκάλισε ανθρώπινο χέρι μα την ίδια ώρα  περίεργο μιας και η πρόσβαση στο σημείο είναι πολύ δύσκολη. Όπως και να έχει, νιώθεις ότι κάτι συνέβαινε εκεί και κάποιο σκοπό εξυπηρετούσε.

Χιλιάδες χρόνια πριν, ίσως και πριν από τον κατακλυσμό, εκεί, στα Καλάγια ήταν η πόρτα, από όπου έμπαινες μέσα στο βουνό, όπου κατοικούσαν οι θεοί του Ολύμπου! Από τον δρόμο ανέβαιναν δύο φορές τον χρόνο οι Έλληνες με τους ιερείς τους και έφερναν προσφορές σε χρυσάφι που έβγαζαν από το Παγγαίο και αλλού. Έφερναν τη Δεκάτη, και το χρυσάφι. Με τα χρόνια, σωριαζότανε μέσα στο βουνό. Όμως, όταν οι Θεοί χρειάστηκε να φύγουν έκλεισαν με βράχια την πόρτα και τα έλιωσαν για να σφραγίσουν το πέρασμα. Έτσι ο βράχος έγινε ένα με την πόρτα – έπιασε πέτσα όπως το λένε οι ντόπιοι – και δεν ξεχωρίζει πια κανένα άνοιγμα. Γι’ αυτό και τα βράχια αυτά τα λέμε Καλάγια (Καλάια), γιατί έλιωσαν όπως το καλάι. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγα μέτρα παραπέρα από τα Καλάγια το υφιστάμενο ορειβατικό πέρασμα λέγεται “Πόρτα.

Ο μυστηριώδης κύριος Ασημένιος

 Και καθώς η κυρία Κόκκινη συζητούσε με την κυρία Πράσινη, ενας ηλικιωμένος κύριος που φαινόταν όμως να είναι σε καλή φυσική κατάσταση σηκώθηκε από το διπλανό παγκάκι και τις πλησίασε. Τους υπέδειξε το μέρος από όπου υπάρχει πρόσβαση μόνο με αναρρίχηση και αφού έπιασαν την κουβέντα και ανοίχτηκε, ο κύριος Ασημένιος, όπως θα τον λέμε, τους διηγήθηκε μια προσωπική εμπειρία..

Η Αναζήτηση της Χρυσής Σπηλιάς

«Ήταν Ιούνιος του 1989 όταν για πολλιοστή φορά  ορειβατούμε στις απόκρημνες πλαγιές του ιερού βουνού ψάχνοντας για την είσοδο της Χρυσής Σπηλιάς. Μαζί μου είναι ο παλιός φίλος Μάνος Πετράκης και ένας νεαρός, τελειόφοιτος του εκκλησιαστικού λυκείου της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, ο Νίκος Δ. από την Κατερίνη, λάτρης του Ολύμπου από παιδί. Τον είχα συναντήσει, όταν ακόμα ήταν 15 χρονών, το 1986, να περιπλανάται μόνος του, ονειροπαρμένος, χωρίς σακίδιο, χωρίς νερό στις κορυφές του Ολύμπου ψάχνοντας για ίχνη των Θεών, και έκτοτε είχαμε γίνει σχεδόν αχώριστοι.

Σε ένα συγκεκριμένο ύψος ο Πετράκης, με το απαράμιλλο στυλ του, εντοπίζει αυτό που ψάχνουμε! Προσπαθεί να πλησιάσει μία κατακόρυφη συστάδα βράχων, χωρίς κενά μεταξύ τους, και… λιποθυμά αν και ο όρος είναι πολύ επιεικής γι’ αυτό που του συνέβη. Σημαδεύω τον χώρο για να τον αναγνωρίσω και αποχωρούμε.

Η δεύτερη προσπάθεια.

Τον Ιούλιο του 1989 στον ίδιο χώρο, ένα μήνα, αργότερα, εξοπλισμένος όσο γίνεται καλύτερα για να αντιμετωπίσω μία ποικιλία καταστάσεων και με παρέα δύο σκληροτράχηλους συντρόφους από την εποχή που ήμουν στη Βόρειο Αφρική. Τον Τεό τον επονομαζόμενο Πάνθηρα, λόγω των αναρριχητικών του ικανοτήτων, και τον Βασίλη τον Συνταγματάρχη, παλιό αλεξιπτωτιστή των Λ.Ο.Κ., έναν πραγματικά ακατάβλητο και ικανό άνδρα.

Αποτέλεσμα: ο Τεό ο Πάνθηρας, στα 50 μέτρα απόσταση από τα βράχια καταλαμβάνεται από έναν δυνατό, απροσδιόριστο φόβο, γίνεται γκρίζος και αρνείται να προχωρήσει, ενώ ο Βασίλης σωριάζεται χάμω με σπασμούς, βγάζοντας λίγο λευκό αφρό από το στόμα πριν λιποθυμήσει! Αποχωρούμε και πάλι.

Η τρίτη προσπάθεια.

Τον Αύγουστο του 1989 στον ίδιο χώρο, ακόμα ένα μήνα αργότερα, πάλι με τον νεαρό Νίκο Δ. και τον Γερμανό Klaus D. Ν. Ο Klaus, ένας εύθυμος πενηντάρης τότε, γιατρός, λάτρης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος όπως μόνο ένας Γερμανός μπορεί να είναι, ήταν πρόσφατη γνωριμία που είχαμε κάνει με τον Νίκο Δ. μόλις μία εβδομάδα πριν, σε μία αναρρίχηση μας στον Άθω, στο Άγιον Όρος.

Αποκρυφιστής και ο ίδιος, είχε μαντέψει περισσότερα πράγματα από όσα του είχαμε διηγηθεί και επέμενε να μας συνοδεύσει και σ’ αυτή μας την απόπειρα. Όμως, αυτή τη φορά ήμουν καλύτερα προετοιμασμένος γιατί, επιδεικνύοντας φωτογραφίες του χώρου στους φίλους ερευνητές και συγγραφείς Παναγιώτη Τ. και Ταξιάρχη  Τ.,  είχα λάβει κάποιες σαφείς υποδείξεις και οδηγίες για τη σωστή αντιμετώπιση του θέματος. Μάλιστα, οι οδηγίες αυτές σχεδόν εταυτίζοντο, παρόλο που είχαν δοθεί σε ξεχωριστό τόπο και χρόνο από τον καθένα τους και χωρίς μεταξύ τους συνεννόηση, πράγμα που απεδείκνυε εγκυρότητα.

Πλησιάσαμε και πάλι στο όριο των 50 μ. από το κατακόρυφο σύμπλεγμα των βράχων, σε υψόμετρο 2300 μ. περίπου, πάνω από το ελικοδρόμιο του καταφυγίου Α και περιμέναμε ήσυχα. Την συγκεκριμένη ώρα που είχαν υποδείξει οι φίλοι μας, δημιουργήθηκε στον κατακόρυφο βράχο ένα άνοιγμα, αρκετό για να εισχωρήσει ένας μεγαλόσωμος άνδρας! Διευκρινίζω ότι δεν μετατοπίστηκε ο βράχος, απλά εξαϋλώθηκε, προφανώς με κάποιο μηχανισμό μιας τεχνολογίας άγνωστης σε εμάς, που πρέπει να λειτουργεί με φωτοκύτταρα ενεργοποιούμενα από ορισμένη θέση του ήλιου!

Περιμέναμε, κοιτούσαμε… Είχαν δημιουργηθεί περίεργα συναισθήματα και στους τρεις μας, κοινά όπως καταλάβαμε αργότερα: αόριστοι φόβοι και έντονη επιθυμία φυγής.

Pages: 1 2 3