Ο κύριος Ασημένιος και οι ιστορίες.
Κατηφόρισαν λοιπόν προς το καταφύγιο. Η Κόκκινη είχε βγάλει πάλι το σακουλάκι με τα αμύγδαλα από την τσέπη της και μασουλούσε σε όλη τη διαδρομή. Κρά-τσα κρού-τσα, κρά-τσα κρούτσα.. Δεν επρόκειτο βέβαια για απλά αμύγδαλα, αλλά για καπνιστά αμύγδαλα με γεύση που θύμιζε πίτσα και τόσο αλάτι που κάθε φορά που έκλεινε το σακουλάκι κατέβαζε ενα λίτρο νερό μόνη της.
«Κορίτσια, κοιτάξτε ποιόν σας φέρνουμε για παρέα. Τον κύριο Ασημένιο.», είπε η κυρία Πράσινη.
Η κυρία Μωβ σηκώθηκε να χαιρετίσει:
«Πω πω! Παλικάρι είσαι παππούλη! Δε το περίμενα ότι θα σε βρίσκαμε εδώ πάνω!»
Η κυρία Πράσινη έσπευσε να μπει στο καταφύγιο και γύρισε με ένα δίσκο γεμάτο κούπες με τσάι για όλους. Κάθισαν όλοι αγναντεύοντας το Θρόνο του Δία και οι ιστορίες ξεκίνησαν.
Η ιστορία της «Σπηλιάς με τα χρυσά αγάλματα»
«Θα σας πώ την ιστορία ενός βοσκού από το Λιτόχωρο, που συνήθιζε την άνοιξη και το καλοκαίρι να βόσκει τα πρόβατα του στις πλαγιές του Ολύμπου, όπως κάνουν άλλωστε όλοι οι βοσκοί της περιοχής. Ένα φθινοπωρινό βράδυ, γύρω στο 1932, όταν πια τα κοπάδια είχαν αποσυρθεί στη χειμαδιά, συζητούσε με φίλους σε ένα καφενείο του Λιτόχωρου και τους διηγήθηκε την παράξενη περιπέτεια που είχε εκείνο το καλοκαίρι:
Μια μέρα του έλλειψε ένα πρόβατο κι άρχισε να το ψάχνει εκεί γύρω που έβοσκε το κοπάδι του, κάτω από το οροπέδιο των Μουσών. Ψάχνοντας πίσω από τους θάμνους βρήκε μια στενή δίοδο που εισχωρούσε στα πλάγια του βουνού. Λίγο από περιέργεια και λίγο από την διαίσθηση του τσοπάνη, που καταλαβαίνει προς τα που να ψάξει για το χαμένο του πρόβατο, έφτιαξε μια πρόχειρη δάδα και προχώρησε μέσα στη δίοδο. Όσο προχωρούσε η δίοδος φάρδαινε σε κανονική σήραγγα διαμέτρου περίπου 2,00μ. Και μετά από 10 λεπτά περπάτημα, κατέληγε σε μια μεγάλη, απλόχωρη, ψηλοτάβανη σπηλιά με χαλάσματα μέσα- πιθανόν να εννοούσε μισογκρεμισμένους τοίχους- και πράγμα παράξενο βέβαια, περιείχε σωρούς από καλαμπόκι. Μεγάλους σωρούς από κίτρινο καλαμπόκι που φτάναν σε ύψος το μπόι ενός ανθρώπου!
Μη παρατηρώντας τίποτα άλλο εκεί, γύρισε να φύγει αφού πρώτα έβαλε στην τσέπη του σακακιού του μια φούχτα καλαμπόκι για να το περιεργαστεί έξω στο φώς της ημέρας με την ησυχία του. Βγαίνοντας, από τον ίδιο δρόμο που ήλθε, μετά από λίγη ώρα βρήκε και το πρόβατό του ξεκομμένο σε μια πλαγίτσα, το οδήγησε ευχαριστημένος στο κοπάδι και θεώρησε το επεισόδιο λήξαν.
Μια χούφτα καλαμπόκι;
Οι άνθρωποι τότε –και πολύ περισσότερο οι κάτοικοι της υπαίθρου- είχαν μια απλότητα στον τρόπο ζωής και σκέψης και τα ενδιαφέροντά τους ήταν περισσότερο πεζά, ίσως και περισσότερο ¨υγιή¨, από ότι είναι στις μέρες μας. Έτσι πού απλά, ο βοσκός διηγήθηκε εκείνο το βράδυ την εμπειρία του, για να πει κάτι . Κι εκείνη την εποχή, ξέρετε, ένας χωρικός φορούσε το καθημερινό του σακάκι, το ίδιο πάντα, μέχρι να το λιώσει τελείως, έβαλε το χέρι του στην τσέπη και άφησε πάνω στο ξύλινο τραπέζι του καφενείου μερικά σπυριά από το χοντρό, κίτρινο καλαμπόκι που του είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση έτσι όπως το θυμόταν σε σωρούς.
Στην παρέα ήταν κι ένας από τους δασκάλους του Λιτόχωρου, ο οποίος έσπευσε να του πει ότι αυτό που άφησε πάνω στο τραπέζι δεν ήταν καλαμπόκι αλλά σβόλοι ακατέργαστου χρυσού! Φανταστείτε την αντίδραση του βοσκού, ο οποίος ήταν ήδη μιας περασμένης ηλικίας! Άνοιξε διάπλατα το στόμα του και από την υπερβολική συγκίνηση για το μέγεθος της ανακάλυψής του, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ακαριαία!
Εκείνη την εποχή το Λιτόχωρο ήταν μια αναπτυγμένη πλούσια κωμόπολη με πολύ καλό εμπορικό λιμάνι, μικρές βιομηχανίες και δική του μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Οι κάτοικοί του ήταν περισσότερο αστοί παρά χωρικοί, οπότε και η ιστορία του βοσκού αντιμετωπίστηκε με την ανάλογη σοβαρότητα. Άλλωστε, τα πειστήρια υπήρχαν, ήταν οι σβώλοι χρυσού που είχε στην τσέπη του ο άτυχος βοσκός…
Από τότε, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν έψαξαν για τη <Χρυσή Σπηλιά> του Ολύμπου όπως ονομάστηκε και όχι μόνο από τα γύρω χωριά, αλλά και από άλλα μέρη της Ελλάδος.
Τιτανομαχία στον Όλυμπο.
Ο κύριος Ασημένιος μετα από παρότρυνση των ακροατών του συνέχισε..
«Στον Όλυμπο έγινε η φοβερή Τιτανομαχία κατά την οποία αρχικά οι Τιτάνες απωθήθηκαν στο βουνό Όθρυς για να νικηθούν ολοκληρωτικά, μετά από πόλεμο που διήρκεσε δέκα χρόνια, χάρις στα υπερόπλα του Δία, δηλαδή την αστραπή, τη βροντή και τον κεραυνό.
Οι Τιτάνες, θεοί των άτακτων δυνάμεων τι φύσης και του σκοταδιού φυλακίσθηκαν στον Τάρταρο και ο Δίας, με τους συμμάχους του Θεούς, παρέμεινε απόλυτος Κύριος του Αιγαιακού χώρου με έδρα του τον Όλυμπο. Εκεί, μετά την ειρηνική πλέον εγκατάσταση των Θεών, στις απότομες χαράδρες και τα βαθύσκια δάση του, ακούστηκαν τα πρώιμα Ελληνικά τραγούδια και ύμνοι της ελληνικής φυλής.
Ο Όλυμπος έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην Ελληνική ιστορία γιατί, λόγω της κεντρικής του θέσεως, ο κάτοχος των περασμάτων αυτού του βουνού, στην πράξη, θεωρείτο και κάτοχος όλου του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου και κατά πάσα πιθανότητα αυτός ήταν ο λόγος που εξελέγη από τους θεούς ως μονιμότερη βάση τους, πέραν και ενός ακόμα σημαντικότερου λόγου. Είναι ένα βουνό με πολύ υψηλό δυναμικό φυσικού ηλεκτρομαγνητικού πεδίου απαραίτητο για τη διαστημική τεχνολογία των θεών.
Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στον Όλυμπο.
Έχει διαπιστωθεί ότι ειδικά ο Μαυρόλογγος ή Φαράγγι του Ενιπέα είναι η χαράδρα με το μεγαλύτερο ποσοστό καταιγίδων από κάθε άλλο σημείο της Ευρώπης . Λόγω αυτού του ιδιάζοντος ηλεκτρομαγνητικού πεδίου, ο Όλυμπος ξεφεύγει και ξεπερνά το συνηθισμένο γεωγραφικό και γεωλογικό περίγραμμα ενός οποιουδήποτε βουνό μπαίνοντας στο χώρο της πνευματικότητος. Τόσο που έκανε τους Ελβετούς ορειβάτες Baud-Bovy και Boissonnas, τους πρώτο Ευρωπαίους που ανέβηκαν στην ψηλότερη. κορυφή του, βοηθούμενοι από τον Λιτοχωρίτη Χρήστο Κάκκαλο, στις 2 Αυγούστου 1913 να γράψουν ότι:
«Η ομορφιά του Ολύμπου δεν είναι μόνο στη φύση. Δεν είναι μόνο γιατί είναι βαθύς, γιατί είναι γιγάντιος, γιατί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα κι από ‘κει τινάζεται στον Ουρανό σε τρεις χιλιάδες μέτρα. Η ομορφιά του Ολύμπου είναι πνευματική, εκφράζει το θείο».»
Σε λίγο είχαν μαζευτεί κι άλλοι περιηγητές γύρω ακούγοντας τον κύριο Ασημένιο και συμμετέχοντας στη συζήτηση άλλοτε με ερωτήσεις κι άλλοτε με διάθεση αντιλόγου μπροστά στα περίεργα πράγματα που ακούστηκαν στο ζεστό μπαλκονάκι του καταφυγίου. Σύντομα γίνανε μια μεγάλη όμορφη παρέα!
Ο μύθος των Πιερίδων Μουσών.
Έπειτα, τους είπε για το μύθο των Πιερίδων Μούσων. Στα Πιέρια Όρη, θα ακούσετε αρκετές ιστορίες μυστήριων φαινομένων. Βοσκοί, εργάτες, αλλά και κάτοικοι της περιοχής, έχουν αναφέρει ότι έβλεπαν γυμνές κοπέλες να χορεύουν στο δάσος τραγουδώντας, χαρακτηρίζοντας τες ως Μούσες.
Στην ελληνική μυθολογία οι Πιερίδες Νύμφες ήταν οι εννέα θυγατέρες του Πιέρου και της Ευίππης, και διέμεναν στην Πιερία. Επειδή τραγουδούσαν πολύ ωραία, οι Πιερίδες θέλησαν κάποτε να συναγωνισθούν τις Μούσες και ανέβηκαν στον Ελικώνα. Οι Μούσες όμως νίκησαν στον συναγωνισμό στο τραγούδι τις Πιερίδες και για να τις τιμωρήσουν τις μεταμόρφωσαν σε κίσσες (είδος πτηνού).
Ο δρόμος της επιστροφής.
Οι ιστορίες συνεχίστηκαν, όμως κόντευε η ώρα που έπρεπε να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής και είχαν να ξεστήσουνε και τη σκηνή τους. Αποχαιρετίσανε την παρέα δίνοντας υπόσχεση να συνεχίσουν τις όμορφες συζητήσεις τους κάτω στην πόλη και κατηφόρισαν. Αφού ξέστησαν τη σκηνή και μάζεψαν τα πράγματά τους, αποχαιρέτισαν το Οροπέδιο των Μουσών, το επιβλητικό Στεφάνι και το Δία και προχώρησαν ανατολικά. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Με τίποτα δε μπορούσε να νικήσει η κούραση τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη που ένιωθαν.
Λένε ότι αν ανέβεις τον Όλυμπο δεν κατεβαίνεις ποτέ ο ίδιος. Κι αν δε τα πιστεύουμε αυτά, γιατί τόσος κόσμος ανεβαίνει, όταν αυτό γίνεται προσωπικό βίωμα δε μπορεί να στο αμφισβητήσει κανείς και δεν έχεις ανάγκη να στο επιβεβαιώσει κανείς.
Θέση «Λαιμός», κάποιοι πιο μπροστά, κάποιοι πιο πίσω, δεν έχει σημασία. Στο βουνό δεν κάνεις ανταγωνισμό, παίρνεις το δρόμο σου.
Φτάσανε λοιπόν στην κορυφή «Σκούρτα», σε υψόμετρο 2485 μέτρα. Εκεί πιάσανε και σήμα για να επικοινωνήσουν με τον πολιτισμό. Μιλήσανε με φίλους που τις περίμεναν, στο τέλος του μονοπατιού Γκορτζιά για να τις πάρουν με τα αυτοκίνητα. Αφήνοντας το αλπικό τοπίο, μπήκανε και πάλι μέσα στο δάσος. Το μονοπάτι της Γκορτζιάς μοιάζει σα να έχει βγει από παραμύθι. Τα λουλούδια και τα υπεραιωνόβια, καταπράσινα ρόμπολα συνέθεταν μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Το φώς έπεφτε λοξά μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων με αποτέλεσμα το τοπίο να χρωματίζεται με ένα πρασινογαλάζιο χρώμα, το οποίο σε συνδυασμό με την ομίχλη, έδινε την αίσθηση του ονείρου.
Μια τελευταία στάση.
Η κυρία Μπλέ έκανε μια στάση για ξεκούραση και νερό. Έβγαλε το παπούτσι της για να διαπιστώσει τις πληγές στα πόδια της που δε την άφηναν να προχωρήσει. Οι γάζες που είχε βάλει δε φάνηκε να βοήθησαν αρκετά με αποτέλεσμα δύο μεγάλες πληγές και αίμα να έχει ποτίσει το παπούτσι της. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, θα συνέχιζαν το μονοπάτι μέχρι το τελευταίο καταφύγιο της Πετρόστρουγγας το οποίο ήταν κάτω από τη διαχείριση της Ομάδας Διάσωσης. Εκεί θα κάνανε το τελευταίο διάλειμμα.
Με πιο αργό βήμα, συνέχισαν ωσπου έφτασαν στο καταφύγιο. Μια ξύλινη αιώρα τους περίμενε για να χαλαρώσουν! Έμειναν μια ώρα και ξεκίνησαν πάλι μέσα στο δάσος την πεζοπορία τους. Αρκετοί ήταν αυτοί που τις προσπερνούσαν και άλλοι που τις παρότρυναν να μη το βάλλουν κάτω. Όμως είχαν ανέβει ως ομάδα και έτσι σκόπευαν να γυρίσουν. Χαλάρωσαν το βήμα τους για να περιμένουν την κυρία Μπλέ και εκείνη έβαζε τραγούδια για να τους ανεβάσει τη διάθεση. Αποφάσισαν να πάνε οσο αργά γινόταν παρα το φόβο μη τους πιάσει το σκοτάδι στο δάσος. Η ασφάλεια της φίλης τους προείχε. Φακούς είχαν μαζί στα σακίδιά τους οπότε δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα κι αφέθηκαν να απολαύσουν τη διαδρομή!
Η κυρία Πράσινη προχωρούσε με το σακίδιό της στην πλάτη και με το σακίδιο της Μπλέ στο στήθος, πρέπει να ήταν κοντά στα εικοσιπέντε κιλά, το μισό του βάρους της σχεδόν και τόσο ψηλό που δεν της επέτρεπε να βλέπει τα βήματά της. Είχαν περάσει σχεδόν τρείς ώρες κατάβασης. Οι ώμοι έτσουζαν από την τριβή των σακιδίων και τον ήλιο και τα γόνατα έτρεμαν. Το σώμα άλλοτε πονούσε κι άλλοτε δε το ένιωθες, σα να είχε μουδιάσει.
Στην τελική ευθεία με μια ευχάριστη έκπληξη.
Δύο από τους φίλους τους, που τις περίμεναν στα αυτοκίνητα στο τέλος του μονοπατιού της Γκορτζιάς, σα να διαισθάνθηκαν την ταλαιπωρία μας, ξεκίνησαν να ανεβαίνουν για μισή ώρα μέχρι που τις συνάντησαν. Η κυρία Κόκκινη έβγαλε τον ένα από τους δύο σάκους που κουβαλούσε και τον έδωσε στον Μ. και η κυρία Πράσινη έδωσε τη σάκο της σκηνής στον Γ. Ένα μισάωρο απείχε από το να φτάσουνε στα αυτοκίνητα και αυτό ήταν το πιο δύσκολο μισάωρο.
Στην τελευταία στροφή αντίκρισαν την υπόλοιπη παρέα να περιμένει. Κάποιοι είχαν φτάσει νωρίτερα και είχαν πέσει στο έδαφος, άλλοι έριχναν νερό στα πόδια τους κι άλλοι κοιμόντουσαν σε παγκάκια. Τα γόνατα μπορεί να έτρεμαν, όμως η διάθεσή τους για χιούμορ δε σταματούσε. Βάλανε ένα μακεδονίτικο συρτό να παίζει στο κινητό και φτάσανε χορεύοντας μέχρι το τέλος. Γέλια, αγκαλιές και χαρές γέμισαν το παρκινγκ. Τέλος, δώσανε υπόσχεση για την επόμενη συνάντηση με το μυθικό βουνό των Θεών και τα μυστικά του, για του χρόνου. Μέχρι τότε, θα τον θαυμάζουνε από την όμορφη Θεσσαλονίκη!
Υ.Γ. Όσον αφορά τον κύριο Ασημένιο, ίσως τον συναντήσετε σε κάποια κορυφή ή μέσα στο δάσος μιας και το βουνό έχει γίνει το μόνιμο σπίτι του. Ίσως πάλι να μην υπήρξε ποτέ και να ήταν μια μορφή της φαντασίας μας. Το αφήνουμε στην κρίση σας..
Τα χαιρετίσματά μας..
Το κείμενο και τις φωτογραφίες επιμελήθηκε: το Παπαγαλόψαρο
Λήψη βίντεο/ Μοντάζ/ Timelapse: Χάιδω Καρανίκου
Πηγές::
- Περιοδικό «Μυστική Ελλάδα» , τεύχος 54, «Ο Μυστικός Όλυμπος» του Ζερμπίλη Αθ.
- Περιοδικό «Τρίτο Μάτι» – τεύχος 36